- ουλαμαγός
- οστρατ. διοικητής ουλαμού, αξιωματικός επιφορτισμένος με καθήκοντα διοίκησης ουλαμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουλαμός + -αγός (< άγω), πρβλ. λοχ-αγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Ι. Πασχάλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.